κεγχρίς
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A = κέρχνη (q.v.). b a small millet-eating bird, ortolan or bunting, Ael.NA13.25. 2 masc., = κεγχρίας II (q.v.), Lucan.9.712, Plin.HN20.245. II = κέγχρος 1, Hp.Nat.Mul.32.
German (Pape)
[Seite 1410] ίδος, ἡ, 1) = κεγχριδίας, Schlange, VLL. – 2) eine Falkenart u. ein anderer kleiner Vogel, der sich von Hirse nährt, Arist. H. A. 2, 17. 6, 1 gen. anim. 3, 1 u. Ael. H. A. 13, 25. S. κέρχνη. – 3) = κέγχρος, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
κεγχρίς: -ίδος, ἡ, = κέρχνη, κερχνῄς, ἴδε ἐν λέξ. κέρχνη.
2) = κεγχρίας ΙΙ, ὃ ἴδε. ΙΙ. = κέγχρος, Ἱππ. 572. 39.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
petit oiseau qui se nourrit de millet.
Étymologie: κέγχρος.
Greek Monolingual
κεγχρίς, -ίδος, ἡ (Α) κέγχρος
1. κέρχνη
2. είδος πτηνού που τρώει σπόρους σύκου
3. κεχρί
4. είδος φιδιού, κεγχρίας.