κωμηδόν
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
Adv. A in villages, ζῆν Str.3.2.15; οἰκεῖν D.S.5.6, D.H.1.9, etc.
German (Pape)
[Seite 1544] dorfweise, nach Dörfern, nach Art eines Dorfes mit zerstreu't liegenden Wohnungen; ζῆν Strab. III, 151; οἰκέω D. Sic. 5, 6; D. Hal. 1, 9; Conon. amat. 2 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κωμηδόν: Ἐπίρρ. κατὰ κώμας, Λατ. vicatim, ζῆν Στράβ. 151· οἰκεῖν Διόδ. 5. 6, Διον. Ἁλ. 1. 9, κτλ.
Greek Monolingual
κωμηδόν (Α)
επίρρ. κατά κώμες («Σικανοὶ τὸ παλαιὸν κωμηδὸν ὤκουν», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. κτην-ηδόν, σμην-ηδόν)].
Russian (Dvoretsky)
κωμηδόν: adv. отдельными деревнями (οἰκεῖν Diod.).