λειώλης

From LSJ
Revision as of 10:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειώλης Medium diacritics: λειώλης Low diacritics: λειώλης Capitals: ΛΕΙΩΛΗΣ
Transliteration A: leiṓlēs Transliteration B: leiōlēs Transliteration C: leiolis Beta Code: leiw/lhs

English (LSJ)

ες,    A = πανώλης, IG12(1).737 (Camirus, vi B.C.); cf. λεώλης· τελείως ἐξώλης, Hsch.

Greek Monolingual

λειώλης, -ες (Α)
επιγρ. κατεστραμμένος, εξολοθρευμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος με επίδραση του επιρρ. λείως + -ώλης (< ὄλλυμι), πρβλ. εξ-ώλης, προ-ώλης. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].