λεπράω
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
English (LSJ)
A have or catch leprosy, LXX Nu.12.10; become scaly or rough, λ. τὴν κύστιν Hp.Epid.5.17 (cf. Aph.4.77); τὴν ῥάκιν λελέπρηκε Herod. 3.50; λεπρᾶν κεράμιον ὀξηρόν the vinegar-jar is mouldy, Ar.Fr. 723.
German (Pape)
[Seite 30] am Aussatz leiden, Hippocr. u. Sp., wie LXX; auch κεράμιον λεπρᾷ, wird kahmig, Ar. fr. 511.
Greek (Liddell-Scott)
λεπράω: ἔχω λέπραν ἢ γίνομαι λεπρός, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΒ΄, 10)· λ. τὴν κύστιν Ἱππ. 1146G, πρβλ. Ἀφ. 1252, Littré 4. σ. 419· κεράμιον ὀξηρὸν λεπρᾷ, μυδᾷ, εὐρωτιᾷ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 511.
Russian (Dvoretsky)
λεπράω: досл. покрываться (заболевать) проказой, перен. покрываться белой плесенью (о винном сосуде) Arph.