μυόχοδος

From LSJ
Revision as of 13:04, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠόχοδος Medium diacritics: μυόχοδος Low diacritics: μυόχοδος Capitals: ΜΥΟΧΟΔΟΣ
Transliteration A: myóchodos Transliteration B: myochodos Transliteration C: myochodos Beta Code: muo/xodos

English (LSJ)

γέρων, old    A mouse-dung, an abusive name in Men.430; cf. μυόχοδον· οὐδενὸς ἄξιον, Phot.

German (Pape)

[Seite 218] γέρων, ὁ, der alte Mäusekötel, ein Schimpfwort bei Menand., s. Phot. 282, 11; Hesych. erkl. ὁ μηδενὸς ἄξιος.

Greek (Liddell-Scott)

μυόχοδος: γέρων, ὑβριστικὴ λέξις ὡς τὸ «κοπρίτης» νῦν, Μένανδρ. ἐν «Ραπιζομένῃ» 7.

Greek Monolingual

μυόχοδος, -ον (ΑΜ)
το ουδ. ως ουσ. τὸ μυόχοδον
περίττωμα ποντικού, ποντικοκούραδο
αρχ.
1. (κατά τον Φώτ.) «μυόχοδον
οὐδενὸς ἄξιον»
2. φρ. «μυόχοδος γέρων» — λεγόταν υβριστικά για ανάξιο και τιποτένιο γέροντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + -χοδος (< χόδον < χέζω)].

Russian (Dvoretsky)

μυόχοδος: бран. из мышиного помета (γέρων Men.).