πευστικός
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
ή, όν, A interrogative, ἐπίρρημα A.D.Adv.193.26, al.; [[[ὄνομα]]] D.T.637.7; τὸ π. Ph.1.97. Adv. -κῶς A.D.Adv.209.26; ἔχειν Sch.A.R.4.1405.
German (Pape)
[Seite 607] fragend, forschend, adv. πευστικῶς, fragweise, Schol. Il. 2, 565 u. sonst; π. ἔχειν, fragen wollen, Schol. Ap. Rh. 4, 1405.
Greek (Liddell-Scott)
πευστικός: -ή, -όν, ἐρωτηματικός, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 265, Ἐτυμολ. Μέγ. κλπ. Ἐπίρρ. -κῶς, ἐρωτηματικῶς, ἐν ἐρωτήσει, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1405.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α πευστής
1. αυτός που ερευνά, που ζητάει να μάθει κάτι
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πευστικόν
η ερώτηση, η έρευνα.
επίρρ...
πευστικῶς
ερωτηματικά, με τρόπο ερευνητικό.