πλουτοκρατία

From LSJ
Revision as of 17:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλουτοκρᾰτία Medium diacritics: πλουτοκρατία Low diacritics: πλουτοκρατία Capitals: ΠΛΟΥΤΟΚΡΑΤΙΑ
Transliteration A: ploutokratía Transliteration B: ploutokratia Transliteration C: ploutokratia Beta Code: ploutokrati/a

English (LSJ)

ἡ,    A oligarchy of wealth, X.Mem.4.6.12, Men.Rh.p.359 S.

German (Pape)

[Seite 638] ἡ, Herrschaft des Reichthums, der Reichen, Xen. Mem. 4, 6, 12.

Greek (Liddell-Scott)

πλουτοκρᾰτία: ἡ, ὀλιγαρχία συνισταμένη ἐκ τῶν πλουσίων, Ξεν. Ἀπομν. 4. 6, 12.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
gouvernement ou domination des riches.
Étymologie: πλοῦτος, κράτος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ πλουτοκρατούμαι
1. κυριαρχία τών ισχυρών του πλούτου, ολιγαρχία που αποτελείται από πλουσίους
2. κοινωνικοοικονομικό σύστημα στο οποίο η εξουσία ασκείται από την οικονομικά ισχυρή τάξη, από τους ισχυρούς του πλούτου
3. η τάξη τών πλουσίων, οι πλούσιοι ως άρχουσα κοινωνική τάξη.

Greek Monotonic

πλουτοκρᾰτία: ἡ (κρατέω), πλουτοκρατία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πλουτοκρᾰτία: ἡ плутократия, власть богачей Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλουτοκρατία -ας, ἡ [πλουτοκρατέομαι] plutocratie (staatsvorm waarin de macht berust op rijkdom).

Middle Liddell

πλουτο-κρᾰτία, ἡ, κρατέω
plutocracy, Xen.