πολυόφθαλμος

From LSJ
Revision as of 18:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυόφθαλμος Medium diacritics: πολυόφθαλμος Low diacritics: πολυόφθαλμος Capitals: ΠΟΛΥΟΦΘΑΛΜΟΣ
Transliteration A: polyóphthalmos Transliteration B: polyophthalmos Transliteration C: polyofthalmos Beta Code: poluo/fqalmos

English (LSJ)

ον,    A many-eyed, D.S.1.11, Poll.4.141.    2 with many eyes or buds, ἄμπελοι Gp.5.8.1.    II Subst., a plant, = βούφθαλμον, Hp.Art. 67, Diocl.Fr.154.

German (Pape)

[Seite 668] vieläugig; Plut. de Is. et Os. 10; von Pflanzen, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

πολυόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ὀφθαλμούς, Διόδ. 1. 11, Πολυδ. Δ΄, 141. 2) ὁ ἔχων πολλοὺς ὀφθαλμούς, κοινῶς «μπουμπούκια», ἄμπελος Γεωπ. 5. 8, 1. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., φυτόν τι = βούφθαλμος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 830, κατὰ Γαληνὸν τ. 12, σ. 445.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για τον Όσιρι) αυτός που έχει πολλά μάτια
2. (για φυτά) αυτός που έχει πολλούς οφθαλμούς, πολλά μπουμπούκια
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυόφθαλμον
το φυτό βούφθαλμον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ὀφθαλμός (πρβλ. μον-όφθαλμος)].

Russian (Dvoretsky)

πολυόφθαλμος: многоглазый (якобы перевод егип. Ὄσιρις) Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυόφθαλμος -ον [πολύς, ὀφθαλμός] subst. ἡ π., plant, missch. kamille. Hp. Art. 67.