πραγματομαθής
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ές, A skilled in business, Anon. ap. Suid.
German (Pape)
[Seite 693] ές, der viele Geschäfte gelernt hat, weltklug, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
πραγμᾰτομᾰθής: -ές, εἰδήμων τῶν πραγμάτων, Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ές, Α
γνώστης τών πραγμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, -ατος + -μαθής (< μάθος, τὸ < μανθάνω), πρβλ. νομο-μαθής].