πραγματομαθής

From LSJ

Καλῶς πένεσθαι μᾶλλον (κρεῖττον) ἢ πλουτεῖν κακῶς → Inopia honesta potior opipus improbis → In Ehren arm ist besser als unehrlich reich

Menander, Monostichoi, 300
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πραγμᾰτομᾰθής Medium diacritics: πραγματομαθής Low diacritics: πραγματομαθής Capitals: ΠΡΑΓΜΑΤΟΜΑΘΗΣ
Transliteration A: pragmatomathḗs Transliteration B: pragmatomathēs Transliteration C: pragmatomathis Beta Code: pragmatomaqh/s

English (LSJ)

πραγματομαθές, skilled in business, Anon. ap. Suid.

German (Pape)

[Seite 693] ές, der viele Geschäfte gelernt hat, weltklug, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

πραγμᾰτομᾰθής: -ές, εἰδήμων τῶν πραγμάτων, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ές, Α
γνώστης τών πραγμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, -ατος + -μαθής (< μάθος, τὸ < μανθάνω), πρβλ. νομομαθής].