προεκπίνω
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
[ῑ], A drink off before, Plu.2.768d, Ath.5.193a.
German (Pape)
[Seite 719] (s. πίνω), vorher austrinken; Ath. V, 193 a; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
προεκπίνω: [ῑ], ἐκπίνω πρότερον, Πλούτ. 2. 768D, Ἀθήν. 193Α.
French (Bailly abrégé)
f. προεκπίομαι, ao.2 προεξέπιον, etc.
boire auparavant.
Étymologie: πρό, ἐκπίνω.
Greek Monolingual
Α
πίνω κάτι ολόκληρο, καταπίνω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκπίνω «πίνω όλο το περιεχόμενο του ποτηριού»].
Russian (Dvoretsky)
προεκπίνω: (ῑ) раньше выпивать, отпивать (ἥμισυ μέρος Plut.).