Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
Full diacritics: σαμβᾰλούχη | Medium diacritics: σαμβαλούχη | Low diacritics: σαμβαλούχη | Capitals: ΣΑΜΒΑΛΟΥΧΗ |
Transliteration A: sambaloúchē | Transliteration B: sambalouchē | Transliteration C: samvaloychi | Beta Code: sambalou/xh |
ἡ, A shoe-case, Herod.7.19; also σαλπ-χίς, ίδος, ἡ, ib.53.
ἡ, Α
θήκη κατάλληλη για την τοποθέτηση ή για την φύλαξη σανδάλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάμβαλον, αιολ. τ. του σάνδαλον + -ούχη (< -οῦχος < ἔχω)].