Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκαπτήρ

From LSJ
Revision as of 22:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκαπτήρ Medium diacritics: σκαπτήρ Low diacritics: σκαπτήρ Capitals: ΣΚΑΠΤΗΡ
Transliteration A: skaptḗr Transliteration B: skaptēr Transliteration C: skaptir Beta Code: skapth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,    A digger, Margites 2, X.ap.Poll.7.148.

German (Pape)

[Seite 889] ῆρος, ὁ, der Grabende, Xen. bei Poll. 7, 148.

Greek (Liddell-Scott)

σκαπτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ σκάπτων, Ὅμ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 7, 2.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
tout homme qui creuse la terre (vigneron, etc.).
Étymologie: σκάπτω.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, θηλ. σκάπτειρα, Α
αυτός που σκάβει, σκαφέας, σκαφτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαπ- του σκάπτω (βλ. λ. σκάβω) + επίθημα -τήρ / -τειρα (πρβλ. θρεπ-τήρ / θρέπ-τειρα)].

Greek Monotonic

σκαπτήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που σκάβει, σκαπανέας, σκαφτιάς, σε Όμηρ. (χωρίο που παρατίθεται στον Αριστ.).

Russian (Dvoretsky)

σκαπτήρ: ῆρος ὁ вскапыватель, землекоп Hom., Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκαπτήρ -ῆρος, ὁ [σκάπτω] graver, spitter.

Middle Liddell

σκαπτήρ, ῆρος, ὁ,
a digger, delver, Hom. ap. Arist.