σπιλωτός
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
Full diacritics: σπῐλωτός | Medium diacritics: σπιλωτός | Low diacritics: σπιλωτός | Capitals: ΣΠΙΛΩΤΟΣ |
Transliteration A: spilōtós | Transliteration B: spilōtos | Transliteration C: spilotos | Beta Code: spilwto/s |
ή, όν, A stained, Gloss.
[Seite 921] befleckt, Sp.
σπῐλωτός: -ή, -όν, (σπιλόω) κεκηλιδωμένος, «λερωμένος», Γλωσσ.
-ή, -ό / σπιλωτός, -ή, -όν, ΝΑ [[σπιλῶ, -ώνω]]
αυτός που έχει κηλίδες, στίγματα.