στρογγυλαίνω
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
A make round or globular, Hippiatr.104:—Pass., Placit.3.4.5.
German (Pape)
[Seite 955] runden, rund machen, pass. bei Plut. plac. phil. 3, 4.
Greek (Liddell-Scott)
στρογγῠλαίνω: ποιῶ στρογγύλον ἢ σφαιρικόν, στρογγυλεύω, Πλούτ. 2.894Α, ἐν τῷ παθητ.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
arrondir.
Étymologie: στρογγυλός.
Greek Monolingual
ΝΜΑ στρογγύλος
κάνω κάτι στρογγυλό ή σφαιρικό, στρογγυλεύω
νεοελλ.
(αμτβ.) γίνομαι στρογγυλός.
Russian (Dvoretsky)
στρογγῠλαίνω: делать круглым, округлять Plut.