συγκαταβιβάζω

From LSJ
Revision as of 23:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταβῐβάζω Medium diacritics: συγκαταβιβάζω Low diacritics: συγκαταβιβάζω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΒΙΒΑΖΩ
Transliteration A: synkatabibázō Transliteration B: synkatabibazō Transliteration C: sygkatavivazo Beta Code: sugkatabiba/zw

English (LSJ)

   A decoy or draw into action, Plb.5.70.8.    II transfer accent to final syllable, A.D.Adv.173.11.

German (Pape)

[Seite 964] mit herabführen, Pol. 5, 70, 8.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταβῐβάζω: παραπλανῶ, προσελκύω καὶ ἄγω μετ’ ἐμαυτοῦ, Πολύβ. 5. 70, 8.

Greek Monolingual

Α
1. παρασύρω, παραπλανώ
2. γραμμ. μεταφέρω τον τόνο στην τελευταία συλλαβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταβιβάζω «κατεβάζω, μεταφέρω τον τόνο από την προπαραλήγουσα στην παραλήγουσα ή στη λήγουσα»].

Russian (Dvoretsky)

συγκαταβῐβάζω: заставлять спуститься вместе, сводить вниз или дальше (τινάς Polyb.).