ταχυτής
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ῆτος, Dor. τᾰχυ-τάς, ᾶτος, ἡ (on the accent v. Hdn.Gr.1.83), A quickness, swiftness, of dogs, Od.17.315; ταχυτῆτος ἄεθλα, of the race, Il.23.740; τ. ποδῶν Xenoph.2.1, 17, Pi.O.1.95; ἥσσων ἐς ταχυτῆτα Hdt.3.102, cf. Anaxag.9, Archyt.1, Pl.La.192a, Arist. Mete.342a5; of persons, hastiness, Id.EN1150b27.
German (Pape)
[Seite 1077] ῆτος, ἡ (Accent nach Arcad. p. 28, 9), wie τάχος, Schnelligkeit, bes. Schnellfüßigkeit; ταχυτῆτος ἄεθλα, vom Wettlaufe, Il. 23, 740; von Hunden, Od. 18, 315; ταχυτὰς ποδῶν, Pind. Ol. 1, 95 I. 4, 10; u. in Prosa, Plat. Charm. 159 d Lach. 192 b, wie Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχῠτής: ῆτος, Δωρ. -τάς, ᾶτος, ἡ, (οὐχὶ παροξ., Ἀρκάδ. 28. 9), ταχύτης, (πρβλ. τάχος), ἐπὶ κυνῶν, Ὀδ. Ρ. 312· ταχυτῆτος ἄεθλα, ἐπὶ ἀγῶνος δρόμου, Ἰλ. Ψ. 740· ταχ. ποδῶν Πινδ. Ο. 1. 155· ἥσσων ἐς ταχυτῆτα Ἡρόδ. 3. 102· ἀκολούθως παρὰ Πλάτ. Λάχ. 192Α, Ἀριστ., κλπ.
French (Bailly abrégé)
ῆτος (ἡ) :
vitesse, rapidité, agilité.
Étymologie: ταχύς.
English (Autenrieth)
ῆτος: swiftness, speed, Il. 23.740 and Od. 17.315.
Greek Monolingual
-ῆτος, ἡ, και δωρ. τ. ταχυτάς, -ᾱτος, Α ταχύς
1. ταχύτητα, γρηγοράδα («αἱ γάρ σφι κάμηλοι ἵππων οὐκ ἕσσονες ταχυτῆτά εἰσι», Ηροδ.)
2. (για πρόσ.) βιασύνη, σπουδή.
Greek Monotonic
τᾰχῠτής: -ῆτος, Δωρ. -τάς, -ᾶτος, ἡ, γρηγοράδα, ταχύτητα, σε Όμηρ., Ηρόδ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰχῠτής: ῆτος, дор. τᾰχῠτάς, ᾰτος ἡ скорость, быстрота, проворство Hom., Her., Plat., Arst. etc.
Middle Liddell
τᾰχῠτής, ῆτος, δοριξ τᾰχῠτᾱ/ς, ᾶτος, ἡ, [from τᾰχύ˘ς]
quickness, swiftness, Hom., Hdt., Plat.