τεκοκτόνος

From LSJ
Revision as of 08:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ξύλον ἀγκύλον οὐδέποτ' ὀρθόν → a bent board is never straight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεκοκτόνος Medium diacritics: τεκοκτόνος Low diacritics: τεκοκτόνος Capitals: ΤΕΚΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: tekoktónos Transliteration B: tekoktonos Transliteration C: tekoktonos Beta Code: tekokto/nos

English (LSJ)

ον,    A = τεκνοκτόνος, v. τεκεκτόνος.

German (Pape)

[Seite 1083] = τεκνοκτόνος, richtigere Lesart als τεκεκτόνος, Orph. Lith. 10, 9.

Greek (Liddell-Scott)

τεκοκτόνος: -ον, = τεκνοκτόνος, Ὀρφ. Λιθ. 10. 9, περὶ τῆς Μηδείας, ἴδε Animadvertib Lobeck. εἰς Φρύν. σ. 678.

Greek Monolingual

-ον, Α
τεκνοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέκος «παιδί, τέκνο» + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μητρο-κτόνος.