τοκαδεία
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
ἡ, A poultry-farming, PSI1.101.5, PRyl.213.53 (ii A. D.), etc.
Greek Monolingual
ἡ, Α τοκάς, -άδος]
αγρόκτημα με πουλερικά, πτηνοτροφείο.