τυραννία
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
ἡ, A = τυραννίς, Xenoph.3 (with penult. long); tyrannous conduct, Wilcken Chr.20 ii 12 (ii A. D.), PAmh.2.142.15 (iv A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
τῠραννία: ἡ, = τυραννίς, Ξενοφάνης παρ’ Ἀθην. 526Β (μετὰ τῆς παραληγούσης μακρᾶς).
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και τυραννία και τυραγνία, η, και τυράγνιο, το, Ν τύραννος
η εξουσία του τυράννου, τυραννίδα
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) καταδυνάστευση, καταπίεση, βασανισμός (α. «δεν μπορούσε να υποφέρει άλλο την τυράννια του» β. «αυτή δεν είναι ζωή, είναι καθαρό τυράγνιο»).