φάκινος
From LSJ
θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools
English (LSJ)
[ᾰ], η, ον, A made of lentils, ἄρτος Sopat. 1; φάκινον δεῖ ποιεῖν i.e. of the consistency of φακῆ, Zos.Alch.p.172 B.
German (Pape)
[Seite 1252] von Linsen gemacht; ἄρτος Sopat. bei Ath. IV, 158 d; βρῶμα ib.; auch πᾶσα ἡ πόλις ἐστὶ φακίνων; komisch heißt auch Sopat. ὁ φάκινος παρῳδός statt ὁ Πάφιος.
Greek (Liddell-Scott)
φάκῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ φακῶν πεποιημένος, ἄρτος Σώπατρ. παρ’ Ἀθην. 158D.
Greek Monolingual
-ίνη, -ον, Α
(για φαγητό) παρασκευασμένος από φακές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φακός + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].