φιλοκαθάριος
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
[ᾰρ], ον, A loving cleanliness, Vett.Val.3.24, Procl.Par.Ptol.90:—also φῐλο-κάθᾰρος, ον, Ptol.Tetr.63: τὸ φ. ib.62.
German (Pape)
[Seite 1280] Reinlichkeit liebend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοκᾰθάριος: -ον, ὁ φιλῶν τὴν καθαριότητα, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. σ. 90.
Greek Monolingual
-ον, Α φιλοκάθαρος
φιλοκάθαρος.