φιλόχωρος
From LSJ
ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on
English (LSJ)
ον, A fond of a place, Poll.6.167.
German (Pape)
[Seite 1288] einen Ort liebend, sich gern an einem Orte aufhaltend, verweilend, Greg. Naz. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόχωρος: -ον, (χώρα) ὁ σφόδρα ἀγαπῶν τόπον τινά, Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 553C, πρβλ Πολυδ. Ϛ΄, 167.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui séjourne volontiers ou habituellement dans un lieu.
Étymologie: φίλος, χώρα.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αγαπά έναν τόπο, που του αρέσει να μένει σε έναν τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -χωρος (< χώρα), πρβλ. στενό-χωρος].
Greek Monotonic
φῐλόχωρος: -ον (χώρα), αυτός που αγαπά έναν τόπο.