ἀμπελοποιία
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
ἡ, A = ἀμπελουργία, Eust.1619.59.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελοποιία: ἡ, = ἀμπελουργία, Εὐστ. 1619. 59.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ cultivo de la vid Eust.1619.59.
Greek Monolingual
ἀμπελοποιία, η (Μ)
η αμπελουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμπελοποιὸς < ἄμπελος + -ποιὸς < ποιῶ].