ἀνάδεσις

From LSJ
Revision as of 12:48, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάδεσις Medium diacritics: ἀνάδεσις Low diacritics: ανάδεσις Capitals: ΑΝΑΔΕΣΙΣ
Transliteration A: anádesis Transliteration B: anadesis Transliteration C: anadesis Beta Code: a)na/desis

English (LSJ)

εως, ἡ,    A binding on, στεφάνων Plu.Sert.22.    2 binding up, or decking, κόμης Luc.JTr.33.

German (Pape)

[Seite 186] ή, das Aufbinden, στεφάνων, Plut. Sertor. 22, Aufsetzen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάδεσις: -εως, ἡ, ἡ πρᾶξις τοῦ ἀναδεῖσθαι, δηλ. τοῦ περιδένειν, στεφάνων Πλουτ. Σερτώρ. 22. 2) τὸ συσσωρεύειν καὶ δένειν πρὸς τὰ ἄνω, κόμης Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 33.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action d’attacher sur;
2 action d’attacher en haut.
Étymologie: ἀναδέω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 acción de atar o recogerse hacia arriba τῆς κόμης Luc.ITr.33, τῶν σειρῶν Clem.Al.Paed.3.11.62.
2 acción de ceñirse στεφάνων Plu.Sert.22.

Greek Monotonic

ἀνάδεσις: -εως, ἡ (ἀναδέω),
1. περιδέσιμο, στεφάνων, σε Πλούτ.
2. πιάσιμο και δέσιμο των μαλλιών, τῆς κόμης, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάδεσις: εως ἡ
1) повязывание, надевание (ἀναδεσεις στεφάνων Plut.);
2) подвязывание (κόμης Luc.).

Middle Liddell

ἀναδέω
1. a binding on, στεφάνων Plut.
2. a binding up, τῆς κόμης Luc.