ἀνήδομαι
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
A renounce one's enjoyment of a thing, no longer enjoy it, ἃ τόθ' ἥτθην, ταῦτα νῦν ἀ. Hermipp.77.
German (Pape)
[Seite 228] dep. pass., seine Freude zurücknehmen, sich nicht meh rüber etwas freuen, ταῦτα νῦν ἀν. Hermipp. B. A. 25.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήδομαι: δὲν εὑρίσκω πλέον ἡδονὴν εἰς ἐκεῖνο ὅπερ πρότερον μὲ ἔτερπε: «ἀνήδομαι ἐφ’ οἷς ἥσθην: ἀντὶ τοῦ οὐκέθ’ ἥδομαι Ἕρμιππος· ‘χἃ τόθ’ ἥσθην, ταῦτα νῦν ἀνήδομαι’, ἀντὶ τοῦ καὶ τὴν ἐπ’ ἐκείνοις γεγενημένην ἀπορρίπτω καὶ ἀποτίθεμαι ἡδονήν» Α. Β. 25, 19.
Spanish (DGE)
apartarse del disfrute de, dejar de disfrutar ταῦτα Hermipp. en ZPE 35.1979.31.
Greek Monolingual
ἀνήδομαι (Α)
παύω να αισθάνομαι ευχαρίστηση για κάτι που μέχρι τώρα με ευχαριστούσε.