ἀνείλλω
ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on
English (LSJ)
or ἀνείλω, A = ἀνειλέω:—in Pass., shrink up or back, Pl. Smp.206d.
German (Pape)
[Seite 220] = ἀνειλέω, Plat., med., sich zurückziehen, Conv. 206 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνείλλω: ἢ ἀνείλω, = ἀνειλέω (ἴδε εἴλω): - Μέσ., ἀπομακρύνομαι, ἀποσύρομαι, («τραβιοῦμαι ’πίσω», συσπειρᾶται καὶ ἀποτρέπεται καὶ ἀνείλλεται Πλάτ. Συμπ. 206D): - ἴδε ἀνειλέω, ἀνίλλω.
Spanish (DGE)
1 encogerse, replegarse τὸ κυοῦν ... ἀποτρέπεται καὶ ἀνείλλεται καὶ οὐ γεννᾷ Pl.Smp.206d.
2 fig. desarrollar ἡ τοῦ λόγου διέξοδος οἷον ἀνειλλομένη τὸ προστυχόν la secuencia del discurso, como desarrollando lo que sale al paso Pl.Criti.109a.
Greek Monolingual
ἀνείλλω (Α)
1. ανειλώ
2. μέσ. απομακρύνομαι, αποσύρομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀνείλλω: = ἀνειλέω.