ἀσκητέος
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
English (LSJ)
α, ον, A to be practised, X.Cyr.5.3.43, Jul.Ep.89. II ἀσκητέον one must practise, σοφίαν, σωφροσύνην, Pl.Grg.487c, 507d; ποῖα πρὸς ποίους ἀ. Arist.Pol.1325a13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ., ἡ σιωπὴ ἀσκητέα, πρέπει τις ν’ ἀσκήσῃ ἑαυτὸν εἰς τὸ σιωπᾶν, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 43. ΙΙ. ἀσκητέον, δεῖ ἀσκεῖν· σοφίαν, σωφροσύνην Πλάτ. Γοργ. 487C, 507D· ποῖα πρὸς ποίους ἀσκ. Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 2, 18.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de ἀσκέω.
Spanish (DGE)
-α, -ον
que debe practicarse ἡ σιωπὴ ἀσκητέα X.Cyr.5.3.43, ἡ φιλανθρωπία Iul.Ep.89b.289a, τοῦτο δὲ ἀσκητέον μὴ παρενθυμουμένῳ M.Ant.5.5.
Greek Monotonic
ἀσκητέος: -α, -ον, ρηματ. επίθ. του ἀσκέω·
I. που πρέπει να εξασκηθεί, σε Ξεν.
II. ἀσκητέον, αυτό που πρέπει κάποιος να ασκήσει, σοφίαν, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἀσκέω
I. to be practised, Xen.
II. ἀσκητέον, one must practise, σοφίαν Plat.