Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀστρολογία

From LSJ
Revision as of 15:49, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστρολογία Medium diacritics: ἀστρολογία Low diacritics: αστρολογία Capitals: ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: astrología Transliteration B: astrologia Transliteration C: astrologia Beta Code: a)strologi/a

English (LSJ)

ἡ,    A astronomy, X.Mem.4.7.4, Isoc.11.23; a branch of mathematics, Arist. Ph.193b26, Metaph.989b33, cf.997b35; γεωμετρίατε καὶ ἀ. Vit.Philonid. p.4 C.; ἀ. ναυτική Arist.APo.78b40.    2 later, astrology, S.E.M. 5.1.

German (Pape)

[Seite 378] ἡ, Sternkunde, Xen. Mem. 4, 7, 4; Arist. pol. 1, 4; Pol. 9, 14 u. Sp.; auch für Astrologie.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστρολογία: ἡ, ἀστρονομία, Λατ. astrologia, Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 4, Ἰσοκρ. 226Α· κλάδος τῶν μαθηματικῶν, Ἀριστ. Φυσ. 2. 2, 4, Μεταφ. 1. 8, 17, πρβλ. 2. 2, 23, κ. ἄλλ. 2) μεταγεν. ἀστρολογία ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἀστρονομίαν, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
astronomie.
Étymologie: ἀστρολόγος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 astronomía νεωτέρους ... ἐπ' ἀστρολογίᾳ ... διατρίβειν ἔπεισεν Isoc.11.23, cf. Arist.Pol.1259a11 (= Thal.A 10), Arist.APo.78b40, Aristox.Harm.40.1, X.Mem.4.7.4, Plb.9.14.5, Vit.Philonid.p.945
como una parte de la Física, Arist.Ph.193b26
Ναυτικὴ ἀ. tít. de una obra de Tales, D.L.1.23 (= Thal.A 1), Ἀ. tít. de una obra de Cleóstrato, Cleostratus 1-4, de Arato, Arat.SHell.88.
2 astrología Cic.Diu.2.42.87, S.E.M.5.1.

Greek Monolingual

η (AM ἀστρολογία) αστρολόγος
η τέχνη που προσπαθεί να προσδιορίσει την επίδραση των άστρων στη ζωή των ατόμων και των γεγονότων
αρχ.
1. η αστρονομία
2. κλάδος των μαθηματικών (Αριστοτ.).

Greek Monotonic

ἀστρολογία: ἡ, αστρονομία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀστρολογία: ἡ учение о небесных светилах, астрономия Xen., Arst., Plut.

Middle Liddell

ἀστρολόγος
astronomy, Xen.