ἐκβλέπω
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
English (LSJ)
A look, ἁπαλά (prob.) Philostr.Jun.Im.I, cf. Aristid.Or. 48(24).32 (dub.). II getthe power of sight, Ael.NA3.25.
German (Pape)
[Seite 754] 1) das Gesicht bekommen, anfangen zu sehen, Ael. H. A. 3, 25. – 2) aufblicken, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκβλέπω: βλέπω, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φιλοστράτου. ΙΙ. ἀρχίζω νὰ βλέπω, βραδέως δὲ ἐκβλέπει τὰ ταύτης (τῆς χελιδόνος) βρέφη, ὡς καὶ τὰ τῶν κυνῶν σκυλάκια Αἰλ. π. Ζ. 3. 25.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
observer.
Étymologie: ἐκ, βλέπω.
Spanish (DGE)
1 mirar ἐκβλέπει αὐτοῖσιν (sc. τοῖς ὀφθαλμοῖσι) ἀτενές mira fijamente con éstos Hp.Morb.3.10, βολαῖς τε ὀφθαλμῶν ἁπλᾶ ἐκβλεπούσαις mediante las ingenuas miradas de sus ojos Philostr.Iun.Im.1.3
•fijar la mirada en (τὸν θεόν) Aristid.Or.48.32.
2 abrir los ojos βραδέως δὲ ἐκβλέπει τὰ ταύτης βρέφη sus crías tardan en abrir los ojos Ael.NA 3.25.