ἐπιδεής
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
English (LSJ)
poet. ἐπιδευής (q.v.), ές, A in need of, τινός Pl.Ti.33c, v.l.in X.Cyr.8.7.12, etc.: pl., -δεέες v.l.in Hdt.4.130: Comp. -έστερος ἐκείνων inferior to . ., Pl.Plt.311b: Sup. -έστατος most in need, πλείστων Id.R.579e. Adv. -εῶς inadequately, Id.Lg.899d.
German (Pape)
[Seite 934] ές, bedürftig, Plat. u. Folgde; τινός, Xen. Cyr. 8, 7, 12 u. sonst; πλείστων ἐπιδεέστατος Plat. Rep. IX, 579 e; ἐκείνων ἐπιδεέστερα, jenen nachstehend, Polit. 311 b.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui manque de, gén.;
Cp. ἐπιδεέστερος, Sp. ἐπιδεέστατος.
Étymologie: ἐπιδέω².
Greek Monolingual
ἐπιδεής, -ές (AM) [[[επιδέω]] ΙΙ]
ελλιπής
αρχ.
κατώτερος, υποδεέστερος.
Greek Monotonic
ἐπιδεής: -ές (ἐπιδέομαι), αυτός που στερείται ενός πράγματος, τινος, σε Πλάτ., Ξεν.· συγκρ., ἐπιδεέστερος ἐκείνων, κατώτερος εκείνων, σε Πλάτ.· υπερθ. -έστατος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδεής:
1) ощущающий потребность, нуждающийся (τινος Xen., Plat., Plut.);
2) не имеющий, лишенный (ναῦς πληρώματος ἐ. Plut.): ἐπιδεέστερός τινος πρός τι Plat. уступающий кому-л. в чем-л.
Middle Liddell
ἐπιδεής, ές ἐπιδέομαι
in want of, τινος Plat., Xen.:— comp., ἐπιδεέστερος ἐκείνων inferior to them, Plat.: Sup. έστατος Plat.