ἑνδεκάμηνος

From LSJ
Revision as of 22:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑνδεκᾰμηνος Medium diacritics: ἑνδεκάμηνος Low diacritics: ενδεκάμηνος Capitals: ΕΝΔΕΚΑΜΗΝΟΣ
Transliteration A: hendekámēnos Transliteration B: hendekamēnos Transliteration C: endekaminos Beta Code: e(ndeka/mhnos

English (LSJ)

ον,    A of eleven months, Hp.Oct.13, Arist.Fr. 283.

German (Pape)

[Seite 832] elfmonatlich, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἑνδεκάμηνος: -ον, ἕνδεκα μηνῶν, οἱ δεκάμηνοι τῶν τόκων καὶ ἑνδεκάμηνοι Ἱππ. π. Ὀκταμήνου 259. 35

Spanish (DGE)

-ον
1 de once meses de edad o de vida, en uso pred. ἑ. κάθθανες IUrb.Rom.1323.1 (I/II d.C.), de niños nacidos en el undécimo mes de gestación παιδίον Hp.Septim.15
subst. τὸ ἑ. niño, feto de once meses Arist.Fr.283.
2 que sucede a los once meses, al undécimo mes οἱ δεκάμηνοι τῶν τόκων καὶ ἑνδεκάμηνοι los partos de diez y once meses Hp.Oct.4.
3 que consta de once meses en lugar de doce, de once meses (ἔτος) BGU 1744.10, 1745.12 (ambos I a.C.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἑνδεκάμηνος, -ον)
(για νεογνά ζώων) αυτός που γεννιέται μετά από κύηση ένδεκα μηνών
νεοελλ.
1. αυτός που έχει ηλικία ένδεκα μηνών («ενδεκάμηνο βρέφος»)
2. αυτός που διαρκεί ένδεκα μήνες («ενδεκάμηνη προθεσμία»)
3. αυτός που χορηγείται για ένδεκα μήνες («ενδεκάμηνη άδεια»)
4. το ουδ. ως ουσ. το ενδεκάμηνο
χρονικό διάστημα ένδεκα μηνών.

Russian (Dvoretsky)

ἑνδεκάμηνος: одиннадцатимесячный Arst.