ἔρεψις
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
εως, ἡ, A roofing, Thphr.HP5.6.1, Supp.Epigr.3.147 (iii B. C.) ; style of roof, Plu.Per.13, Ant.45, etc.
German (Pape)
[Seite 1026] ἡ, das Bedecken, Bedachen, das Dach, Theophr.; Plut. Pericl. 13 Anton. 45.
Greek (Liddell-Scott)
ἔρεψις: -εως, ἡ, ἐπιστέγασις, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6, 1 στέγη, Πλουτ. Περικλ. 13, Ἀνώνυμ. 45, κτλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
toit.
Étymologie: ἐρέφω.
Greek Monolingual
ἔρεψις, ἡ (Α)
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ερέφω, η επιστέγαση
2. στέγη, σκεπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερέφω «καλύπτω»].
Greek Monotonic
ἔρεψις: -εως, ἡ (ἐρέφω), επιστέγασμα, σκεπή, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἔρεψις: εως ἡ ἐρέφω крыша, кровля Plut.