ἰταμεύομαι

From LSJ
Revision as of 23:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Νικᾷ γὰρ αἰεὶ διαβολὴ τὰ κρείττονα → Calumniae mos vincere id, quod rectius → Verleumdung siegt stets über das, was besser ist

Menander, Monostichoi, 376
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰτᾰμεύομαι Medium diacritics: ἰταμεύομαι Low diacritics: ιταμεύομαι Capitals: ΙΤΑΜΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: itameúomai Transliteration B: itameuomai Transliteration C: itameyomai Beta Code: i)tameu/omai

English (LSJ)

[ῐ],    A to be ἰταμός, interpol. in Jul.Or.7.210c.

German (Pape)

[Seite 1274] ein ἰταμός sein, sich wie ein dreister, kecker Mensch betragen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰτᾰμεύομαι: ἀποθ., φέρομαι ἰταμῶς, Ἰουλιαν. Λόγ. 7, πρὸς Ἡράκλ. Κυνικ. σ. 210, Ἰω. Χρυσ. τ. 2. σ. 582.

Greek Monolingual

ἰταμεύομαι (Α) ιταμός
(αποθ.) φέρομαι με θράσος, με προκλητικότητα, με αναίδεια, φέρομαι αδιάντροπα.