θερμοχύτης

From LSJ
Revision as of 15:35, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ῠ], ου, ὁ</b>" to "ῠ], ου, ὁ")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμοχύτης Medium diacritics: θερμοχύτης Low diacritics: θερμοχύτης Capitals: ΘΕΡΜΟΧΥΤΗΣ
Transliteration A: thermochýtēs Transliteration B: thermochytēs Transliteration C: thermochytis Beta Code: qermoxu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ,    A vessel for hot drinks, AP9.587 tit.

German (Pape)

[Seite 1202] ὁ, Gefäß, aus dem warme Getränke gegossen werden, Lemma Anth. IX, 587.

Greek (Liddell-Scott)

θερμοχύτης: -ου, ὁ, ἀγγεῖον διὰ θερμὰ ποτά, Λῆμμα ἐν Ἀνθ. Π. 9. 587 (ἐν τῇ μεγάλῃ Ἐκδ.).

Greek Monolingual

θερμοχύτης, ὁ (Α)
δοχείο για σερβίρισμα θερμών ποτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(o)- + -χύτης (< χέω), πρβλ. επι-χύτης, νερο-χύτης.

Russian (Dvoretsky)

θερμοχύτης: ου ὁ сосуд для горячих напитков Anth.