Προκύων
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
[ῠ], κῠνός, ὁ, the star A Procyon, Arat.450, Hipparch.2.2.13, etc.; but of Sirius, Gal.17(1).17. 2 πρόκυνες, οἱ, winds which precede the rising of Sirius, Adam.Vent.41. II spaniel-like flatterer, 'lap-dog', Phld.Rh.1.242 S., prob. l. for πρόσκυνες in Hippias Erythr. I: but πικροὶ Καλλιμάχου πρόκυνες, a description of the Grammarians, snappers and snarlers, AP11.322 (Antiphan.).
Greek (Liddell-Scott)
Προκύων: -κυνός, ὁ, ἀστερισμὸς ἢ ἀστὴρ ἀνατέλλων (περὶ τὰς ἀρχὰς Ἰουλίου, Ἰουλιαν. ἡμερολ.) πρὸ τοῦ ἀστερισμοῦ τοῦ κυνὸς ἢ κυνάστρου (τοῦ Σειρίου), Ἄρατ. 450, Κικ. Ν. D. 2. 44, Ὁρατ. 1. ᾨδ. 29. 18· περιγράφεται δὲ καὶ αὐτὸς ὑπὸ τῶν μεταγενεστ. ὡς κύων καὶ καλεῖται canicula παρὰ τῷ Πλιν. 18. 68, 2. ΙΙ. πικροὶ Καλλιμάχου πρόκυνες, σκωπτικὸν ὄνομα τῶν γραμματικῶν, κυνάρια δηκτικὰ καὶ γρυλλίζοντα, Ἀνθ. Π. 11. 322· ― ἀλλ’ ἐν Ἀθην. 259Α, π. καὶ κόλακες (ἀντὶ προσκ-), κόλακες ὅμοιοι πρὸς κυνάρια.
Greek Monotonic
Προκύων: κυνός, ὁ,
I. αστέρι που ανατέλλει (περίπου στα μέσα Ιουλίου) πριν από το άστρο του Σείριου, σε Ρήτ.
II. πικροὶ Καλλιμάχου πρόκυνες, παρατσούκλι των Γραμματικών, στριμμένοι και δύστροποι, σε Ανθ.
Middle Liddell
I. Procyon, a star which rises (about the middle of July) before the dog-star, Hor.
II. πικροὶ Καλλιμάχου πρόκυνες, a nickname of the Grammarians, snappers and snarlers, Anth.