δίομβρος
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
English (LSJ)
ον, A wet through, Arist.Pr.870b25; rainy, χώρα Ath.Med. ap. Orib.9.12.13.
German (Pape)
[Seite 634] vom Regen durchnäßt, Arist. Probl. 2, 41.
Greek (Liddell-Scott)
δίομβρος: -ον, κάθυγρος ὑπὸ τοῦ ὄμβρου, Ἀριστ. Προβλ. 2. 41.
Spanish (DGE)
-ον
empapado, calado σὰρξ δ. γενομένη Arist.Pr.870b25, χώραι Ath.Med. en Orib.9.12.13.
Greek Monolingual
δίομβρος, -ον (Α) όμβρος
1. βρεγμένος από τη βροχή
2. βροχερός.
Russian (Dvoretsky)
δίομβρος: промокший (словно) от дождя (σάρξ Arst.).