άρνηση
From LSJ
Greek Monolingual
η (Α ἄρνησις)
το να αρνείται κάποιος κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρνούμαι.
ΠΑΡ. αρνητικός
αρχ.
αρνήσιμος.
ΣΥΝΘ. αρνησίθεος
μσν.- νεοελλ.
αρνησίχριστος
νεοελλ.
αρνησίδοξος, αρνησίθρησκος, αρνησικυρία, αρνησίπατρις, αρνησιπονία].