αδικία

From LSJ
Revision as of 22:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀδικία, ιωνικός τύπος αδικίη), νεοελληνικός τύπος και αδικιά
1. το να πράττει κανείς το άδικο
«αυτό που θες να κάνεις είναι μεγάλη αδικία»
«Κροῑσον ὕστερον τούτων ἄρξαντα ἀδικίης κατεστρέψατο»
2. η ίδια η άδικη πράξη, αδίκημα, παρανομία
«τον αδίκησε πολύ στη διανομή, του 'κανε μεγάλη αδικία»
«νόμους... ἐπ' ἀδικίᾳ τῆς πόλεως τιθέασι»
νεοελλ.
κατηγορία για ανύπαρκτο αδίκημα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ἄδικος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αδικιάρης].