αδικία
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
Greek Monolingual
η (Α ἀδικία, ιωνικός τύπος αδικίη), νεοελληνικός τύπος και αδικιά
1. το να πράττει κανείς το άδικο
«αυτό που θες να κάνεις είναι μεγάλη αδικία»
«Κροῑσον ὕστερον τούτων ἄρξαντα ἀδικίης κατεστρέψατο»
2. η ίδια η άδικη πράξη, αδίκημα, παρανομία
«τον αδίκησε πολύ στη διανομή, του 'κανε μεγάλη αδικία»
«νόμους... ἐπ' ἀδικίᾳ τῆς πόλεως τιθέασι»
νεοελλ.
κατηγορία για ανύπαρκτο αδίκημα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ἄδικος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αδικιάρης].