Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)
ἁγνεύω (AM)
διατηρώ τον εαυτό μου αγνό, αμόλυντο, απέχω από κάτι
αρχ.
1. θεωρώ κάτι αναπόσπαστο από την αγνότητα, του δίνω θρησκευτική υπόσταση
2. απόλ. είμαι αγνός, καθαρός
3. εξαγνίζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁγνός.
ΠΑΡ. αρχ. ἁγνεία, ἅγνευμα, ἁγνευτήριον, ἁγνευτικός.