αισχύνη

From LSJ
Revision as of 22:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

Greek Monolingual

η (Α αἰσχύνη)
1. το συναίσθημα της ντροπής που δοκιμάζει κανείς για αισχρές πράξεις δικές του ή τών άλλων, η αιδώς (προσωποποιημένη στον Αισχύλο)
2. αίσχος, καταισχύνη, όνειδος
(μσν. -αρχ.) (ευφημ.) αιδοίο
αρχ.
1. ντροπαλοσύνη, συστολή, σεμνότητα, φιλοτιμία
2. δυσφήμηση, ατίμωση γυναίκας
3. φρ. «δι’ αἰσχύνης ἔχω τί», ντρέπομαι γι’ αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ από το ρ. αἰσχύνω, υποχωρητικά. Βλ. ετυμολ. της λ. αἶσχος.