αμυδρός
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀμυδρός, -ά, -όν)
1. (για οπτικές εντυπώσεις) ασαφής στην όραση, δυσδιάκριτος, σκοτεινός
2. (για εντυπώσεις) μη εναργής, ασαφής, συγκεχυμένος
3. αδύναμος, άτονος, ανεπαίσθητος
αρχ.
ατελής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Πρόκειται πιθ. περί παραλλήλου τ. του ἀμαυρός. Θα μπορούσε ακόμη κανείς να υποθέσει ότι η λ. συγγενεύει προς το ἀμαυρὸς και έχει υποστεί την επίδραση του τ. φαιδρός.
ΠΑΡ. αμυδρότητα
αρχ.
ἀμυδρῶ.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμυδρόφωτος].