διάκαμψις
From LSJ
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
English (LSJ)
εως, ἡ, A bending, of the body, in exercise, Archig. ap. Aët.12.1.
Greek (Liddell-Scott)
διάκαμψις: -εως, ἡ, λύγισμα, στροφή, Γρηγ. Ναζ.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
flexióndel cuerpo en ejercicio, Archig. en Aët.12.1 (p.21)
•inflexión Gr.Naz.M.36.433B.
Greek Monolingual
διάκαμψις, η (Α) διακάμπτω
κάμψη του σώματος κατά την εκτέλεση γυμναστικών ασκήσεων.