εὐρώγης
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ες, (ῥώξ) A of fine grapes, πεντάς AP6.190 (Gaet.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐρώγης: (ῥώξ), ἔχων καλὰς καὶ ἀφθόνους ῥᾶγας, πεντάδα τὴν σταφυλῆς εὐρώγεα Ἀνθ. Π. 6. 190.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
aux beaux raisins.
Étymologie: εὖ, ῥώξ².
Greek Monolingual
εὐρώγης, -ες (Α)
αυτός που έχει καλές ρώγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρωξ, ρωγός «ρώγα»].
Greek Monotonic
εὐρώγης: (ῥώξ), άφθονος σε ρώγες, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὐρώγης: ῥάξ обильный гроздьями (sc. σταφυλή Anth.).
Middle Liddell
[ῥώξ]
abounding in grapes, Anth.