θεριστικός

From LSJ
Revision as of 10:02, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεριστικός Medium diacritics: θεριστικός Low diacritics: θεριστικός Capitals: ΘΕΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: theristikós Transliteration B: theristikos Transliteration C: theristikos Beta Code: qeristiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for reaping, δρέπανον PMagd.8.6 (iii B.C.); ὕμνος Suid. s.v. Λιτυέρσης: as Subst. θ., τό, crop, Str.17.3.11.

German (Pape)

[Seite 1201] = θεριστήριος; τὰ θεριστικά, die Ernte, δύο θεριστικὰ καρπ οῦνται Strab. XVII, 831.

Greek (Liddell-Scott)

θεριστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ θερίζειν, σπάθη Βυζ.· ὕμνος Σουΐδ. ἐν λ. Λιτυέρσης. ― ὡς οὐσ., θεριστικόν, τό, ἡ καρπολογία, ἐσοδεία, Στράβ. 381.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ θεριστικός, -ή, -όν) θεριστής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θερισμό, ο χρήσιμος για θερισμό («θεριστική μηχανή»)
νεοελλ.
1. αυτός που εξολοθρεύει, που αποδεκατίζει («θεριστική βολή» — η βολή που γίνεται με διαδοχικές γρήγορες πλευρικές μετατοπίσεις του σωλήνα του πυροβόλου όπλου)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα θεριστικά
τα έξοδα του θερισμού
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ θεριστικόν
η σοδειά.