καθηλόω

From LSJ
Revision as of 10:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθηλόω Medium diacritics: καθηλόω Low diacritics: καθηλόω Capitals: ΚΑΘΗΛΟΩ
Transliteration A: kathēlóō Transliteration B: kathēloō Transliteration C: kathiloo Beta Code: kaqhlo/w

English (LSJ)

or κατηλόω (cf. ἧλος), A nail on, παραβλήματα κατηλῶσαι IG22.1604.31 (iv B.C.); τι πρός τι Plu.Alex.24; περί τι Apollod.1.9.1, cf. IG22.463.79, 1668.57; οἷον κ. τὴν ψυχὴν πρὸς τὴν ἀπόλαυσιν Porph. Abst.1.38:—Pass., κλῖμαξ σανίσι καθηλωμένη with boards nailed thereto, Plb.1.22.5, cf. Apollod.Poliorc.189.5; καθηλωθήσεται σύριγξι καμαρικαῖς Ath.Mech.36.5; λεπίδες καθηλωμέναι nailed on, D.S.20.91, cf. Orib.49.4.51; Χάλκωμα συμμαχίας… ἐν Καπετωλίῳ κατηλωθῆναι IG 12(3).173.7 (Astypalaea, ii B.C.). II by confusion of Hebr. sāmar 'bristled' with sāmar, imper. sèmōr 'nail thou', καθήλωσον ἐκ τοῦ φόβου σου τὰς σάρκας μου LXXPs.118(119).120.

German (Pape)

[Seite 1284] annageln, festnageln; κλίμαξ ἐπικαρσίαις σανίσι καθηλωμένη Pol. 1, 22, 5; πρός τι, Plut. Alex. 24; πρός τινι, D. Sic. 20, 54.

Greek (Liddell-Scott)

καθηλόω: καρφώνω τι ἐπί τινος ἢ εἴς τι, τι πρός τι Πλουτ. Ἀλέξ. 24· πρός τινι Διόδ. 20. 54· περί τι Ἀπολλόδ. 1. 9, 1. - Παθ., σανίσι καθηλωμένη, καρφωμένη μέ..., Πολύβ. 1. 22, 5· χάλκωμα συμμαχίας… ἐν Καπιτωλίῳ καθηλωθῆναι Συλλ. Ἐπιγρ. 2485. 7.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
clouer.
Étymologie: κατά, ἡλόω.

Greek Monotonic

καθηλόω: μέλ. -ώσω, καρφώνω πάνω σε, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθηλόω:
1) пригвождать, приколачивать, прибивать (πρός и εἴς τι Plut.; πρός τινι Diod.);
2) сколачивать: σανίσι καθηλωμένος Polyb. сколоченный из досок.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-ηλόω vastspijkeren, vasttimmeren (aan, tegen), met πρός + acc.

Middle Liddell

fut. ώσω
to nail on or to, Plut.