καταμέλλω

From LSJ
Revision as of 11:09, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμέλλω Medium diacritics: καταμέλλω Low diacritics: καταμέλλω Capitals: ΚΑΤΑΜΕΛΛΩ
Transliteration A: kataméllō Transliteration B: katamellō Transliteration C: katamello Beta Code: katame/llw

English (LSJ)

A procrastinate, Plb.4.30.2, al., Phld.Herc.1251.8.

German (Pape)

[Seite 1363] (s. μέλλω), verzögern, aufschieben, zaudern, bes. im Kriege den Feind nicht angreifen wollen, Pol. 4, 30, 2. 60, 7. 9 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

καταμέλλω: λίαν μέλλω καὶ ἀναβάλλω, διστάζω νὰ πράξω τι, Λατ. detrectare pugnam, ἰδίως ἐν πολέμῳ, ἀναβάλλω καὶ ἀποφεύγω νὰ προσβάλω τὸν ἐχθρὸν ἐκ φόβου· ὑπερτιθεμένοις καὶ καταμέλλουσι καὶ καθόλου δεδιόσι Πολύβ. 4. 30, 2· ὀλιγωροῦντα καὶ κ. καὶ προϊέμενον ἀεὶ τοὺς δεομένους 60. 7, 9.

Greek Monolingual

καταμέλλω (Α)
(ιδίως σε καιρό πολέμου) αναβάλλω κάτι, βραδύνω να πράξω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + μέλλω «βραδύνω, διστάζω»].

Russian (Dvoretsky)

καταμέλλω: медлить, выжидать, затягивать, тянуть Polyb.