κατασκέπω
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
English (LSJ)
A = κατασκεπάζω, AP5.59 (Rufin.), Muson.Fr.19p.106H.
German (Pape)
[Seite 1378] = κατασκεπάζω; Muson. Stob. fl. 1, 84; Rufin. 6 (V, 60); Nonn. D. 2, 110.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκέπω: κατασκεπάζω, ἐσθήσεσι πολλαῖς κατ. τὸ σῶμα Ἀνθ. Π. 60, Μουσών. παρὰ Στοβ. 17. 57· ζωστῆρι κατ. ἄντυγα μαζοῦ αἰδομένη Νόνν. Δ. 2. 110.
Greek Monolingual
κατασκέπω (Α)
κατασκεπάζω.
Russian (Dvoretsky)
κατασκέπω: закрывать, прикрывать (τι Anth.).