Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταστεφής

From LSJ
Revision as of 11:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστεφής Medium diacritics: καταστεφής Low diacritics: καταστεφής Capitals: ΚΑΤΑΣΤΕΦΗΣ
Transliteration A: katastephḗs Transliteration B: katastephēs Transliteration C: katastefis Beta Code: katastefh/s

English (LSJ)

ές, A crowned, S.Tr.178, A.R.3.220, etc.

Greek (Liddell-Scott)

καταστεφής: -ές, καταστεμμένος, ἐστεφανωμένος, ὁρῶ τὸν ἄνδρα καταστεφῆ Σοφ. Τρ. 178· ἡμερίδες χλοεροῖσι καταστεφέες πετάλοισι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 220, κτλ.· ἐπὶ κλάδου ἱκετηρίας, ἐστεμμένος δι’ ἐρίου, Εὐρ. Ἱκέτ. 259.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
couronné.
Étymologie: καταστέφω.

Greek Monolingual

καταστεφής, -ές (Α)
1. αυτός που φορεί στεφάνι στο κεφάλι, ο στεφανωμένος
2. (για κλάδο ικετηρίας ράβδου) στεφανωμένος με έριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -στεφής (< στέφος), πρβλ. επι-στεφής, περι-στεφής].

Greek Monotonic

καταστεφής: -ές, στεφανωμένος, σε Σοφ.· λέγεται για ικευτικά κλαδιά, περιπλεγμένος με μαλλί, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

καταστεφής: увенчанный (ἀνήρ Soph.; γεραιαί Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταστεφής -ές [καταστέφω] bekranst.

Middle Liddell

κατστεφής, ές
crowned, Soph.; of suppliant branches, wreathed with wool, Eur. [from καταστέφω