κεραύλης

From LSJ
Revision as of 12:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραύλης Medium diacritics: κεραύλης Low diacritics: κεραύλης Capitals: ΚΕΡΑΥΛΗΣ
Transliteration A: keraúlēs Transliteration B: keraulēs Transliteration C: keraylis Beta Code: kerau/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ, A horn-blower, Archil.172, Luc.Trag.33.

German (Pape)

[Seite 1422] ὁ, = κεραταύλης; Luc. Tragodop. 33; Archil. Poll. 4, 71.

Greek (Liddell-Scott)

κεραύλης: -ου, ὁ, ὁ αὐλῶν διὰ κερατίνου ὀργάνου, Πολυδ. Δ΄, 74, Λουκ. Τραγ. 33· ― κεραυλία, ἡ, τὸ αὐλεῖν διὰ κερατίνου ὀργάνου, Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. 6.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sonneur de trompe.
Étymologie: κέρας, αὐλέω.

Greek Monolingual

κεραύλης, ὁ (Α)
αυλητής που έπαιζε αυλό κατασκευασμένο από κέρατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -αύλης (< αυλός), πρβλ. καλαμ-αύλης, χορ-αύλης].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραύλης -ου, ὁ [κέρας, αὐλέω] hoornblazer.

Russian (Dvoretsky)

κεραύλης: ου ὁ трубач, горнист Luc.